- στυφελώδης
- στῠφελ-ώδης, ες,= στυφελός, Q.S.12.449.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυφελώδης — ῶδες, Α [στυφελός] στυφελός· … Dictionary of Greek
στυφελώδει — στυφελώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στυφελώδης masc/fem/neut dat sg στυφελώδεϊ , στυφελώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)